μείρομαι

μείρομαι
(I)
(ΑM μείρομαι)
1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο
είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.)
2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη
η μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό
αρχ.
1. λαμβάνω το μερίδιο που μού ανήκει, συμμετέχω σε κάτι («ἶσον ἐμοὶ βασίλευε καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς», Ομ. Ιλ.)
2. παίρνω με κλήρο («ἀροτήσιοι ὥρην τριπλόα μείρονται», Άρατ.)
3. (στον ενεργ. παρακμ.) ἔμμορα
γίνομαι μέτοχος σε κάτι, επιτυγχάνω, αξιώνομαι κάτι («ἔμμορέ τοι τιμῆς ὅς τ' ἔμμορε γείτονος ἐσθλοῡ», Ησίοδ.)
4. (ως παθ.) διαιρούμαι, χωρίζομαι από κάποιον
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεμορημένος, -η, -ον
εκτεθειμένος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μείρομαι (< *σμερ-jομαι) με σίγηση τού -j- και αντέκταση τού -ε- σε -ει- ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας*smer- «σκέπτομαι, φροντίζω, προνοώ» (πρβλ. μέριμνα) και, όπως και το λατ. mereo «λαμβάνω, δέχομαι», εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «προμηθεύομαι, αποδέχομαι (από κάποιον που προνοεί)». Ειδικά στην Ελληνική η σημ. τού μείρομαι και ορισμένων παραγώγων του (πρβλ. μοῖρα, μόρος, εἱμαρμένη) μετασχηματίστηκε «ἐπὶ κακῷ» και το ρ. κατέληξε να σημαίνει το άσχημο πεπρωμένο, συγκεκριμένα τον θάνατο (πρβλ. λατ. mors, mortis). Ο αιολ. παρακμ. ἔμμορε ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας με διπλασιασμό (< se-smr-e) και αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- με -ορ- ή -ρο- αντί -αρ-, λόγω αιολικής διαλέκτου (πρβλ. βροτός < *mbrotos). Τα δύο μμ οφείλονται σε αφομοίωση τού -σ- σε -μ- (πρβλ. ἄμμορος). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ανάγεται επίσης και ο μέσος παρακμ. εἵμαρται (<*se-smr-tai) με τροπή τού αρκτικού σ- σε δασύ πνεύμα και αντέκταση (για το σχήμα μείρομαι—ἔμμορε—εἵμαρται πρβλ. φθείρω-ἔφθορα-ἔφθαρμαι). Στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας ανάγεται το ουσ. μέρος*, ενώ στην ετεροιωμένη τα ουσ. μόρος* και μοῖρα* (< μορ-ja). Λιγότερο πιθανή είναι η ερμηνεία που ανάγει το ρ. σε ΙΕ ρίζα *mer- και τό συνδέει με χεττιτ. mar-k «τεμαχίζω ένα θύμα».
ΠΑΡ. μέρος, μοίρα, μόρα, μόρος, μορτή.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απομείρομαι, εκμείρομαι, επιμείρομαι].
————————
(II)
μείρομαι (Α)
επιθυμώ σφοδρά, ποθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμείρομαι* «επιθυμώ» με σίγηση τού αρκτικού ι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μείρομαι — receive as one s portion pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμένα — μείρομαι receive as one s portion perf part mp neut nom/voc/acc pl εἱμαρμένᾱ , μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc/acc dual εἱμαρμένᾱ , μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμέναι — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc pl εἱμαρμένᾱͅ , μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμένον — μείρομαι receive as one s portion perf part mp masc acc sg μείρομαι receive as one s portion perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμένων — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem gen pl μείρομαι receive as one s portion perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείρεο — μείρομαι receive as one s portion pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μείρομαι receive as one s portion imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείρου — μείρομαι receive as one s portion pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μείρομαι receive as one s portion imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμέναις — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμένη — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμαρμένην — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”